- λεβητώδης
- λεβητώδης, ες,A = λεβητοειδής, Ath.11.468e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεβητώδης — λεβητώδης, ῶδες (Α) [λέβης] λεβητοειδής, όμοιος με λέβητα … Dictionary of Greek
λεβητώδει — λεβητώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λεβητώδης masc/fem/neut dat sg λεβητώδεϊ , λεβητώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβητῶδες — λεβητώδης masc/fem voc sg λεβητώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβητώδους — λεβητώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek